εὐκταία

εὐκταία
εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος
of
fem nom/voc/acc dual
εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος
of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐκταῖα — εὐκταῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταίᾳ — εὐκταί̱ᾱͅ , εὐκταῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου …   Dictionary of Greek

  • благоприлѣжьно — (1*) нар. Прилежно, усердно: Како оубо ѡ съставлении вашемъ. нынѣ бл҃топрилѣжно и ревнително... намъ всѣмъ. послушающимъ и всѣмъ смиренымъ. (εὐκταία!) ФСт XIV, 109г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πατρόθεν — Α επίρρ. 1. από τον πατέρα 2. μαζί με το πατρικό όνομα («ἐν στήλη ἀναγραφῆναι πατρόθεν ὡς ἀνδράσιν ἀγαθοῑσι γενομένοις», Ηρόδ.) 3. από την πλευρά τού πατέρα, από πατέρα («εἴπερ ἔστ ἐμὸς τὰ πατρόθεν», Σοφ.) 4. κατά πατρική προέλευση («πατρόθεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”